Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλωτάρχης ο [plotárxis] Ο10 : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον υποπλοίαρχο και κατώτερος από τον αντιπλοίαρχο, αντίστοιχος με τον ταγματάρχη του στρατού ξηράς.
[λόγ. < ελνστ. πλωτάρχης `οδηγός πλοίου΄]