Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλειστηριασμός ο [plistiriazmós] Ο17 : διαδικασία με την οποία πουλιού νται, εκποιούνται κινητά ή ακίνητα πράγματα ενός οφειλέτη, σε όποιον προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή· (πρβ. δημοπρασία): Bγάζω κτ. / βγαίνω σε πλειστηριασμό. Tου έβγαλαν το σπίτι σε πλειστηριασμό, γιατί είχε μεγάλα χρέη. || Εκούσιος ~, που τον διεξάγει ο οφειλέτης με τη θέλησή του. Aναγκαστικός ~, που διεξάγεται ύστερα από δικαστική απόφαση.
[λόγ. < ελνστ. πλειστηριασμός `ύψωση της τιμής΄]