Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλατφόρμα η [platfórma] Ο25 : 1. εξέδρα, αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και φόρτωση εμπορευμάτων. 2. όχημα ρυμουλκούμενο, ανοιχτό και κατάλληλο για μεταφορές: H ~ του τρακτέρ. 3. πλωτή εξέδρα κατάλληλα εξοπλισμένη για την άντλη ση πετρελαίου σε θαλάσσιες περιοχές. 4. (μτφ.) βασικές (πολιτικές, ιδεολογικές κτλ.) αρχές, θέσεις, απόψεις συγκροτημένες σε σύνολο: Iδεολογι κή / πολιτική ~. Aναζητώ / βρίσκω / διατυπώνω μια ~ συζήτησης / συνεννόησης με κπ. άλλο.
[1-3: γαλλ. plateform(e) -α· 4: λόγ. σημδ. αγγλ. platform]