Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιτσούνι το [pitsúni] Ο44 : 1. μικρό περιστέρι, νεοσσός. 2. (οικ.) χαϊδευτική προσφώνηση, που απευθύνεται σε μικρό παιδί, ερωτικό σύντροφο κτλ.: ~ μου! || (πληθ., συχνά περιπαικτικά) ζεύγος ερωτευμένων.
πιτσουνάκι το YΠΟKΟΡ (πληθ., συχνά περιπαικτικά) ζεύγος ερωτευμένων. [ιταλ. piccion(e) `περιστέρι (σαν φαγώσιμο)΄ -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] ) ή ιταλ. διαλεκτ. (νότ. διάλ.) pic(c)iuni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]