Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πινακοθήκη η [pinakoθíki] Ο30 : 1. το ίδρυμα και ο ειδικός χώρος όπου συγκεντρώνονται και εκτίθενται μόνιμα ζωγραφικοί πίνακες: Εθνική / δημοτική ~. 2. το σύνολο των πινάκων ζωγραφικής που είναι μόνιμα εκτεθειμένοι σε μια πινακοθήκη. 3. (ειδ.) ονομασία μουσείων ζωγραφικής: ~ του Bατικανού / του Mονάχου.
[λόγ. αντδ. < γερμ. Ρinakothek < λατ. pinacoteca (στη νέα σημ.) < ελνστ. πινακοθήκη `αίθουσα με πίνακες στα Προπύλαια της Aκρόπολης΄]