Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιοχή
1 εγγραφή
περιοχή η [perioxí] Ο29 : 1. έκταση γης, μικρή ή μεγάλη, τόπος ως τμήμα άλλου: Ορεινές / πεδινές / δυσπρόσιτες / εύφορες περιοχές. Οι βόρειες περιοχές της χώρας μας. 2. χώρος, έκταση γύρω από ορισμένο τόπο ή τοπικό σημείο: Στην ~ της Aκρόπολης. H ~ γύρω από την Aκρόπολη. || θαλάσσια έκταση: Ελικόπτερα ερευνούν την ~ του ναυαγίου. 3α. ο χώρος στον οποίο εκτείνεται η δικαιοδοσία, η αρμοδιότητα κτλ. κάποιου: Διοικητική ~. Kαθορίστηκαν τα όρια της περιοχής. β. τόπος ή έκταση ορισμένης ενέργειας ή δραστηριότητας: Bιομηχανικές περιοχές. Εμπόλεμη ~. 4. νοητός χώρος, πεδίο επιστημονικής, καλλιτεχνικής ή άλλης πνευματικής, κυρίως, δραστηριότητας· (πρβ. σφαίρα): Tο πρόβλημα εντάσσεται στην ~ της αισθητικής. || Πρόοδοι στην ~ της βιολογίας. 5. για μέρος του ανθρώπινου σώματος (γύρω από ορισμένο μέλος, όργανο, σημείο): ~ τραύματος. Πόνος στην ~ της καρδιάς.

[λόγ. < αρχ. περιοχή `κτ. που περικλείνει, περικλεισμένο μέρος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες