Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περγαμηνή
1 εγγραφή
περγαμηνή η [perγaminí] Ο29 : 1. κατεργασμένο δέρμα (με λεία και στιλπνή επιφάνεια) που το χρησιμοποιούσαν όπως σήμερα το χαρτί γραφής. || (επέκτ.) ειδικής κατασκευής χαρτί από φυτικές ύλες, που έχει την ανθεκτικότητα και τη στιλπνότητα της γνήσιας περγαμηνής. 2α. τίτλος σπουδών, δίπλωμα. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) για κάθε είδους τιμητική διάκριση, δημόσια αναγνώριση κτλ.: Διεθνής καριέρα και πολλές περγαμηνές συνετέλεσαν ώστε να καταλάβει τη θέση του καθηγητή.

[λόγ.: 1: ελνστ. Περγαμηνή < τοπων. Πέργαμος (πόλη της Μικράς Aσίας, όπου κατασκευαζόταν)· 2: σημδ. γαλλ. parchemin (στη νέα σημ.) < υστλατ. pergamena < ελνστ. Περγαμηνή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες