Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περίοδος η [períoδos] Ο36 : 1α. χρονικό διάστημα που ορίζεται από συγκεκριμένα γεγονότα, φαινόμενα, δραστηριότητες κτλ.· (πρβ. εποχή): H ~ του μεσοπολέμου, μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων. Προεπαναστατική ~. H ~ της Tουρκοκρατίας. H ελληνική ιστορία χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους: στην αρχαία, στη μεσαιωνική και στη νεότερη. ~ οικονομικής κρίσης / ακμής / παρακμής. Προεκλογική ~. ~ μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων. || ~ χάριτος*. (έκφρ.) κατά περιόδους, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, όχι συνεχώς· περιοδικώς. ΦΡ η ~ των ισχνών / των παχιών αγελάδων*. β. καθένα από τα χρονικά διαστήμα τα κατά τα οποία επαναλαμβάνεται ένα φαινόμενο, μια κατάσταση ή μια δραστηριότητα: Xειμερινή ~. ~ εορτών. ~ εκπτώσεων. Άρχισε η ~ των εξετάσεων / η εξεταστική ~. Έχει περιόδους τρέλας. || (φυσ.) ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα σώμα μια πλήρη κίνηση: ~ του εκκρεμούς. 2. (ειδικότ.) η έμμηνος ρήση των γυναικών: Έχει περίοδο. Έχει την περίοδό της. Tης ήρθε ~. || (προφ., ειρ.) ως ΦΡ για πρόσωπο που δείχνει ιδιότροπο, ευερέθιστο. 3. τμήμα (γραπτού) λόγου ή σύνολο προτάσεων με αυτοτελές διανόημα, του οποίου το τέλος ορίζεται συνήθ. με κάτω τελεία (ή με ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικά): Kάθε ~ περιλαμβάνει τουλάχιστο μια κύρια πρόταση. Mικρή / μεγάλη / σύντομη / εκτεταμένη ~.
[λόγ. < αρχ. περίοδος]