Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρ
714 εγγραφές [51 - 60]
παραγίνομαι [parajínome] Ρ αόρ. παράγινα και παραέγινα και (οικ., σπάν.) παραγίνηκα, απαρέμφ. παραγίνει και (οικ., σπάν.) παραγενεί, μππ. παραγινωμένος : 1. γίνομαι κτ., αποκτώ μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό, πέρα από το μέτρο, από το κανονικό: Tο δέντρο παράγινε ψηλό. Παράγινε ιδιότροπος / ενοχλητικός. || (έκφρ.) παράγινες πια!, έγινες, κατάντησες ανυπόφορος. παράγινε το κακό, ξεπέρασε κάθε (επιτρεπτό) όριο. παράγινε το αστείο, όταν κάποια συζήτηση ή κατάσταση έχει εκτραπεί από την απαιτούμενη σοβαρότητα, την ευπρέπεια, τη δεοντολογία. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Παράγιναν τα σύκα. Παραγινωμένο καρπούζι / πεπόνι / αχλάδι.

[παρα- 2 + γίνομαι (διαφ. το αρχ. παραγί(γ)νομαι `παρίσταμαι΄)]

παραγιός ο [parajós] Ο17 : (λαϊκότρ.) 1. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη, επαγγελματία: Tον πήρε παραγιό στο μαγαζί. 2. υπηρέτης. 3. θετός γιος: ~ και παρακόρη.

[παρα- 1 γιος]

παράγκα η [paráŋga] Ο25 : μικρό παράπηγμα συνήθ. ξύλινο ή από λαμαρίνα: Ξύλινη / τενεκεδένια ~. Οι πρόσφυγες έμεναν σε παράγκες. || (επέκτ.) οίκημα που το χαρακτηρίζει κακή, πρόχειρη, χαμηλής ποιότητας κατασκευή. παραγκάκι το YΠΟKΟΡ. παραγκούλα η YΠΟKΟΡ.

[< μπαράγκα με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· παράγκ(α) -ούλα]

παραγκούπολη η [paraŋgúpoli] Ο33 : οικισμός από οικήματα πρόχειρης, κακής κατασκευής: Γύρω από τα αστικά κέντρα ξεφύτρωσαν παραγκουπόλεις χωρίς φως και νερό.

[λόγ. παράγκ(α) + -ούπολη]

παραγκωνίζω [paraŋgonízo] -ομαι Ρ2.1 : διακόπτω την (ιεραρχική) εξέλιξη, την πρόοδο κάποιου, τον υποσκελίζω, τον βάζω στο περιθώριο: Στην αρχή προωθήθηκε πολύ στην επιχείρηση, μετά όμως τον παραγκώνισαν. Έμεινε για χρόνια παραγκωνισμένος.

[λόγ. < ελνστ. παραγκωνίζω]

παραγκώνιση η [paraŋgónisi] Ο33 : ο παραγκωνισμός.

[λόγ. παραγκωνι- (παραγκωνίζω) -σις > -ση]

παραγκωνισμός ο [paraŋgonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραγκωνίζω, παραμερισμός: Mετά τον παραγκωνισμό του στην επιχείρηση υπέβαλε παραίτηση.

[λόγ. παραγκωνισ- (παραγκωνίζω) -μός]

παραγνωρίζομαι [paraγnorízome] Ρ2.1β : αποκτώ υπερβολική οικειότητα, που ξεπερνάει τα ανεκτά όρια (και γίνεται ενοχλητική): Mου φαίνεται ότι παραγνωριστήκαμε.

[παρα- 2 + γνωρίζομαι]

παραγνωρίζω [paraγnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω εσφαλμένη κρίση, εκτίμηση, υποτιμώ κπ. ή κτ.: Tο έργο του παραγνωρίστηκε όσο ζούσε και αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του. Είναι παραγνωρισμένος καλλιτέχνης. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε (και) το γεγονός ότι οι ενέργειές του έγιναν με καλή πρόθεση. 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση προσώπου: Tον παραγνώρισα και τον πέρασα για κάποιο γνωστό μου.

[λόγ. < ελνστ. παραγνωρίζω]

παράγοντας ο [paráγondas] Ο5 : I1. αυτός που συντελεί, που συμβάλλει, που συνεπιδρά σε κτ.: Aποφασιστικός / ουσιαστικός / καθοριστικός / ψυχολογικός / σταθερός / ασταθής / εσωτερικός / εξωτερικός / αστάθμητος ~. Πρέπει να υπολογίσουμε και τον παράγοντα «τύχη». H τεχνολογία είναι βασικός ~ ανάπτυξης. Δεν έχει ληφθεί υπόψη ο ανθρώπινος ~. 2. (για πρόσ.) αυτός που εξαιτίας της κοινωνικής, επαγγελματικής, πολιτικής κτλ. θέσης του, έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει, να ελέγχει ή να διαμορφώνει καταστάσεις, εξελίξεις σε διάφορους τομείς της συλλογικής ζωής: ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου / του ποδοσφαίρου. ~ της οικονομίας / της πολιτικής ζωής. Kρατικοί / τοπικοί / υπηρεσιακοί / αρμόδιοι παράγοντες. || Ο ξένος ~, για πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ. κέντρα λήψης αποφάσεων που βρίσκονται έξω από μια χώρα και την ελέγχουν, την επηρεάζουν: Στην Ελλάδα είχαμε επί χρόνια άμεση ανάμει ξη του ξένου παράγοντα. II. (μαθημ.) κάθε αριθμός (ή μέγεθος) με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος: Γινόμενο δύο / τριών / πολλών παραγόντων. παραγοντίσκος ο YΠΟKΟΡ μειωτικά στη σημ. I2: Παριστάνει τον πολύ σπουδαίο, ενώ είναι ένας απλός ~.

[λόγ. παράγ(ων) -οντας· λόγ. παραγοντ- (παράγων) -ίσκος]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες