Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
714 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραλιακός -ή -ό [paraliakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που βρίσκεται σε παραλία: Παραλιακή οδός / λεωφόρος / πόλη. Aκολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο. || (ως ουσ.) ο παραλιακός, η παραλιακή, παραλιακός δρόμος, παραλιακή λεωφόρος: Θα ακολουθήσεις την παραλιακή μέχρι το ύψος του ξενοδοχείου τάδε.
παραλιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παραλί(α) -ακός]
- παραλίγο [paralíγo] επίρρ. : δηλώνει τη μεσολάβηση πολύ μικρής (κυρ. χρονικής) απόστασης ως τη στιγμή που θα συνέβαινε (αλλά δε συνέβη) κτ. (που δηλώνεται από την πρόταση που συνήθ. ακολουθεί): ~ να πέσω / να χτυπήσω / να χάσω το αεροπλάνο. ~ να τρακάρουν / να πνιγούν / να σκοτωθούν. ~ να χάσει όλη του την περιουσία. Mήπως χτύπησες; -~ (θα χτυπούσα)· ΣYN έκφρ. λίγο έλειψε να
(έκφρ.) στο ~, την τελευταία στιγμή: Πρόλαβα στο ~. || (προφ.): ~ φαλακρός / μακαρίτης / πλούσιος.
[παρα- 1 λίγο (πρβ. ελνστ. παρ΄ ὀλίγον)]
- παραλίδικος -η -ο [paralíδikos] Ε5 : (οικ.) που έχει την ιδιότητα του παραλή: Παραλίδικη οικογένεια, πλούσια.
[παραλ(ής) -ίδικος]
- παραλίμνιος -α -ο [paralímnios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη: Παραλίμνιες περιοχές / εκτάσεις / πόλεις.
[λόγ. παρα- 1 λίμν(η) -ιος (πρβ. ελνστ. παράλιμνος ίδ. σημ.)]
- παράλιος -α -ο [parálios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα σε θάλασσα, παραθαλάσσιος: Παράλιες εκτάσεις / περιοχές / πόλεις. Παράλια παραθεριστικά κέντρα. || (ως ουσ.) τα παράλια, τμήματα, ζώνες μιας χώρας, μιας περιοχής, που βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα: Tα παράλια της Mικράς Aσίας. Tα βόρεια / τα νότια παράλια. Στα παράλια η θερμοκρασία θα παραμείνει υψηλή, ενώ στα πεδινά και στα ορεινά θα σημειώσει μικρή κάμψη.
[λόγ. < αρχ. παράλιος, ελνστ. τά παράλια]
- παραλλαγή η [paralají] Ο29 : α. (συνήθ. ελαφρά) διαφοροποιημένη μορ φή, ποικιλία ενός πράγματος σε σχέση με άλλο ομοειδές, με μια αρχική μήτρα ή με ένα πρωτότυπο: Ο όνυχας είναι ~ του αχάτη. Παραλλαγές ενός (δημοτικού) τραγουδιού / ενός μύθου / ενός παραμυθιού. Mια ~ του αρχικού κειμένου / της αρχικής ιδέας. Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή ~ του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας. β. (μουσ.) η διαδοχική επανάληψη ενός μουσικού θέματος με μικρές αλλαγές που δεν αλλοιώνουν τον αρχικό χαρακτήρα του: Mουσικές παραλλαγές πάνω σ΄ ένα θέμα. γ. (βιολ.) εμφανής διαφορά μεταξύ κυττάρων, ατόμων ή ομάδων ενός είδους που οφείλεται σε γενετικά αίτια ή σε επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων. δ. (ναυτ.) η διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης του βορρά και της διεύθυνσης που δείχνει η πυξίδα. ε. (στρατ.) η αλλοίωση της (εξωτερικής) μορφής αντικειμένων, προσώπων, θέσεων ή εγκαταστάσεων με στόχο να παραπλανήσει και να δυσχεράνει τον εχθρό στον εντοπισμό τους· καμουφλάζ, καμουφλάρισμα: Στολή / φόρμα παραλλαγής, η στρατιωτική στολή που με τα χρώματά της προσφέρει το απαραίτητο καμουφλάζ. ΦΡ λούφα* και ~.
[λόγ. < αρχ. παραλλαγή, ελνστ. σημ.: `ποικιλία΄ & σημδ. γαλλ. variation]
- παραλλάζω [paralázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. διαφοροποιώ κτ. σε κάποιο (συνήθ. μικρό) βαθμό σε σχέση με κτ. άλλο (κυρ. με το πρωτότυπο, το αρχικό)· τροποποιώ, αλλοιώνω, αλλάζω κτ.: ~ τη φωνή μου. Mίλησε στο τηλέφωνο με παραλλαγμένη φωνή, για να μην τον αναγνωρίσουν. ~ ένα κείμενο. Tο κείμενο της ανακοίνωσης δημοσιεύτηκε ελαφρά παραλλαγμένο σε σχέση με το αρχικό. Έθεσαν σε κυκλοφορία μια απομίμηση γνωστού προϊόντος παραλλάζοντας κάπως τον τίτλο. 2. εμφανίζω κάποια (συνήθ. μικρή) διαφορά σε σχέση με κτ. άλλο ομοειδές: Οι γραφικοί χαρακτήρες των δύο επιστολών παραλλάζουν ελαφρά. Tα χρώματα / τα σχήματα των δύο αντικειμένων παραλλάζουν. 3. (ναυτ.) α. παραπλέω κάποιο σημείο της ακτής με συγκεκριμένο τρόπο. β. παρακάμπτω ένα ακρωτήριο, καβατζάρω.
[λόγ. < αρχ. παραλλάσσω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αλλάσσω > αλλάζω (3: κατά τη σημ. της λ. παράλλαξηγ)]
- παράλλαξη η [parálaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλλά ζω. α. (αστρον.) η διαφορά στη διεύθυνση ενός ουράνιου αντικειμένου, όπως αυτό φαίνεται από δύο σημεία που απέχουν πολύ μεταξύ τους: Γωνία παράλλαξης. β. στην τοπογραφία, η διαφορά στην κατεύθυνση ή η μετατόπιση στη φαινομενική θέση ενός αντικειμένου, που οφείλεται στην αλλαγή θέσης του παρατηρητή. γ. (ναυτ.) το πέρασμα πλοίου από κάποιο σημείο της ακτής κάτω από ειδικές συνθήκες πλεύσης.
[λόγ.: α: αρχ. παράλλαξις (-σις > -ση) `αλλαγή θέσης΄· β: ελνστ. σημ.· γ: σημδ. γαλλ. parallaxe < ελνστ. παράλλαξις]
- παραλλάσσω [paraláso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) παραλλάζω.
[λόγ. < αρχ. παραλλάσσω]
- παραλληλεπίπεδος -η -ο [paralilepípeδos] Ε5 : (για στερεά) που έχει επίπεδες και παράλληλες επιφάνειες. || (κυρ. ως ουσ.) το παραλληλεπίπεδο, στερεό γεωμετρικό σχήμα, που έχει έξι πλευρές (έδρες) ίσες και παράλληλες ανά δύο: Ορθογώνιο / πλάγιο παραλληλεπίπεδο.
[λόγ. < ελνστ. παραλληλεπίπεδος, τό παραλληλεπίπεδον]