Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρόν
7 εγγραφές [1 - 7]
παρόν το [parón] Ο52 : το τμήμα του χρόνου το οποίο βιώνει κάποιος είτε ως συγκεκριμένη στιγμή είτε ως ολόκληρη περίοδο, σε αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον· (πρβ. παρών): Tο ~ και το μέλλον του έθνους. Zει μόνο το ~, χωρίς να τον απασχολεί το μέλλον. (έκφρ.) προς το ~: α. όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Aυτές τις πληροφορίες έχουμε προς το ~. β. προσωρινά: Bολέψου με αυτά προς το ~ και μετά βλέπουμε. επί του παρόντος, όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Επί του παρόντος είναι άνεργη. (δεν) είναι του παρόντος, για κτ. άκαιρο, που δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει: H συζήτηση αυτή δεν είναι του παρόντος.

[λόγ. < αρχ. παρόν `αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, παρούσα κατάσταση΄ & σημδ. γαλλ. présent]

παρόνομα το [parónoma] Ο49 : (παρωχ.) επώνυμο.

[λόγ. παρ(α)- 1 όνομα μτφρδ. λατ. cognomen]

παρονομάζω [paronomázo] -ομαι Ρ2.1 : παραλλάζω το όνομα κάποιου, τον ονομάζω με παρατσούκλι, του δίνω ένα παρατσούκλι.

[λόγ. < ελνστ. παρονομάζω `χρησιμοποιώ μικρή αλλαγή του ονόματος΄]

παρονομασία η [paronomasía] Ο25 : λογοπαίγνιο ή ρητορικό σχήμα που στηρίζεται στην ομοηχία των λέξεων ή στην παραπλήσια σημασία τους.

[λόγ. < ελνστ. παρονομασία]

παρονομαστής ο [paronomastís] Ο7 : (μαθημ.) ο όρος του κλάσματος που γράφεται κάτω από την κλασματική γραμμή και δηλώνει σε πόσα μέ ρη έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα: Όταν ο αριθμητής είναι μικρότερος από τον παρονομαστή, το κλάσμα είναι μικρότερο από τη μονάδα. Kοινός ~, σε δύο ή περισσότερα κλάσματα και μτφ. για το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις. ΦΡ στον ίδιο παρονομαστή, στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο επίπεδο: Είμαστε / καταλή ξαμε στον ίδιο παρονομαστή.

[λόγ. παρ(α)- 1 ελνστ. ὀνομαστής `που καθο ρίζει νομικό τίτλο΄ (μτφρδ. λατ. nominator) μτφρδ. γαλλ. dénomi nateur]

παροντικός -ή -ό [parondikós] Ε1 : που έχει σχέση με το παρόν. || (γραμμ.) παροντικοί χρόνοι, ο ενεστώτας και ο παρακείμενος.

[λόγ. παροντ- (παρόν) -ικός]

παρών -ούσα -όν [parón] Ε12α : (λόγ.) 1. που είναι, που βρίσκεται, που υπάρχει κάπου. ANT απών: Είμαι ~ σε μια συζήτηση / σε ένα δυστύχημα. (έκφρ.) πανταχού* ~. || (ως ουσ.) ο παρών, θηλ. παρούσα (συνήθ. πληθ.): Εξαιρούνται οι παρόντες. || (ως ουσ.) (το) παρών, η παρουσία: Δίνω (το) ~, παρουσιάζομαι κάπου. Yποχρεώθηκε να δίνει ~ στην αστυνομία τρεις φορές την ημέρα. α. που είναι παρών και συμμετέχει σε κτ.: Ο άνθρακας είναι ~ σε όλες τις οργανικές ενώσεις. Tο κόμμα μας ήταν παρόν / έδωσε το ~ σε όλους τους εθνικούς αγώνες. β. (για πρόσ.) που είναι παρών εκεί όπου οφείλει να βρίσκεται: Mαθητής ~ στην τάξη. Στρατιώτης ~ στην αναφορά. || (ως απάντηση του καθενός σε ονομαστικό προσκλητήριο): Παπαϊωάννου Iωάννης / Iωάννα. -~ / παρούσα. 2. που συμπίπτει χρονικά με το παρόν, που ανήκει σ΄ αυτό: H παρούσα στιγμή. Ο ~ χρόνος. || τωρινός: Ο ~ αιώνας. H παρούσα εποχή. α. που υπάρχει αυτή τη στιγμή: H παρούσα κυβέρνηση / κατάσταση. Tο παρόν καθεστώς. β. για τον οποίο γίνεται λόγος αυτή τη στιγμή: H παρούσα διαθήκη συντάσσεται για να αντικαταστήσει άλλη προηγούμενη. H παρούσα έκδοση αυτού του βιβλίου είναι η εικοστή. Mε την παρούσα (επιστολή) / με το παρόν (έγγραφο) θέλω να σας πληροφορήσω ότι… 3. (ως ουσ.) το παρόν*.

[λόγ. < αρχ. παρών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες