Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παροιμία η [parimía] Ο25 : λαϊκή φράση η οποία επιγραμματικά εκφράζει μια αλήθεια για τη ζωή, μια γνώμη που πηγάζει από τη μακρόχρονη κοινή πείρα, συνήθ. με τρόπο αλληγορικό· (πρβ. γνωμικό): Οι παροιμίες του ελληνικού λαού.
[λόγ. < αρχ. παροιμία]
- παροιμιακός -ή -ό [parimiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παροιμία: Παροιμιακή φράση, φράση που λέχτηκε ή γράφτηκε για ορισμένη περίπτωση και που χρησιμοποιείται έκτοτε ευρύτερα για άλλες λίγο ή πολύ παρόμοιες περιπτώσεις. Παροιμιακές φράσεις από την Aγία Γραφή. Παροιμιακή έκφραση.
[λόγ. < ελνστ. παροιμιακός]