Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρελκόμενο το [parelkómeno] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : εξάρτημα (αντικείμενο, όργανο, συσκευή κτλ.) που συνοδεύει, που συμπληρώνει κτ. συμβάλλοντας στη λειτουργία του: Tα παρελκόμενα του πυροβόλου, σειρά εξαρτημάτων απαραίτητων για τη λειτουργία ενός πυροβόλου.
[λόγ. εν. < ελνστ. τά παρελκόμενα `εξαρτήματα΄]