Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρελκόμενο
1 εγγραφή
παρελκόμενο το [parelkómeno] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : εξάρτημα (αντικείμενο, όργανο, συσκευή κτλ.) που συνοδεύει, που συμπληρώνει κτ. συμβάλλοντας στη λειτουργία του: Tα παρελκόμενα του πυροβόλου, σειρά εξαρτημάτων απαραίτητων για τη λειτουργία ενός πυροβόλου.

[λόγ. εν. < ελνστ. τά παρελκόμενα `εξαρτήματα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες