Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραπαίω [parapéo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. παρέπαια και (σπάν.) παράπαια : 1. (λόγ., για πρόσ.) βαδίζω με αστάθεια, χάνω την ισορροπία μου, τρικλίζω, παραπατώ: Ο πυγμάχος παρέπαιε στο ριγκ κάτω από τα χτυπήματα του αντιπάλου. 2. (μτφ.) είμαι σε κατάσταση μεγάλης αστάθειας, κλονίζομαι, κινδυνεύω να καταρρεύσω: H οικονομία της χώρας παραπαίει. Tα εξωτερικά προβλήματα και η κακή εσωτερική κατάσταση κάνουν την κυβέρνηση να παραπαίει. H άλλοτε εύρωστη επιχείρηση, σήμερα παραπαίει βουτηγμένη στα χρέη.
[λόγ. < αρχ. παραπαίω `χτυπώ σφαλερά, χάνω τα λογικά μου΄ σημδ. του παραπατώ & του γαλλ. vaciller]