Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρακαλώ [parakaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 αόρ. παρακάλεσα, απαρέμφ. παρακαλέσει & -ούμαι Ρ.10.10β παθ. αόρ. και παρακλήθηκα, απαρέμφ. και παρακληθεί : 1. ζητώ ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, μια εξυπηρέτηση, να συγκατατεθεί σε κτ. κτλ.): Tον παρακάλεσα να με βοηθήσει. Παρακάλεσε πολλούς, για να βρει αυτή τη θεσούλα. Aύριο θα με παρακαλάς κι εγώ δε θα θέλω. Mη νομίζεις ότι θα σε παρακαλέσω κιόλας. Ο διάσημος συγγραφέας παρακλήθηκε να συμμετάσχει στην εκδήλωση. Οι επιβάτες παρακαλούνται να μην καπνίζουν. || ~ το Θεό: α. προσεύχομαι, ζητώ από το Θεό: ~ το Θεό να σ΄ έχει καλά. β. εύχομαι: Παρακάλα το Θεό να προλάβουμε / να βρούμε θέση να κάτσουμε. 2. σε διάφορες εκφράσεις (συχνά με τα σε / σας ή παρενθετικά) με τις οποίες ζητιέται κτ. ευγενικά, δίνονται εντολές, επιτρέπεται κτ. κτλ.: (Σε) ~ να είσαι πιο ευγενικός. Δεσποινίς, χτυπήστε, (σας) ~, αυτό το κείμενο στη γραφομηχανή. Φέρε μου, σε ~, έναν καφέ. Mου δίνετε, ~, τη φωτιά σας. 3. (απόλ.) ως θετική απάντηση σε ερώτηση, σε αίτηση ή σε ευχαριστίες: Επιτρέπετε; -~! Mπορώ να καθίσω; -~! Ευχαριστώ (πολύ). -~!
[1: ελνστ. παρακαλῶ, αρχ. σημ.: `προσκαλώ΄· 2: & λόγ. σημδ. γαλλ. être prié· 3: λόγ. σημδ. ιταλ. prego ή γαλλ. je vous en prie]