Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραδίδω [paraδíδo] -ομαι & παραδίνω 2 [paraδíno] -ομαι Ρ αόρ. παρέδωσα, απαρέμφ. παραδώσει, παθ. αόρ. παραδόθηκα, απαρέμφ. παραδο θεί, μππ. παραδομένος : 1. μεταβιβάζω, παραχωρώ κτ. που έχω σε κπ. άλλο. α. δίνω κτ. σε κπ. που το δικαιούται, σε κπ. που έχω δεσμευτεί απέναντί του με συμφωνία, υπόσχεση, υποχρέωση κτλ.: Tους παρέδωσα τα χρήματα μέσα σε μια τσάντα. Φρόντισε να παραδώσεις το γράμμα στα χέρια του. Πρέπει να παραδοθεί αύριο το εμπόρευμα στον παραλήπτη. Yποσχέθηκαν να μου παραδώσουν το αυτοκίνητο σε μια βδομάδα. Ο φοιτητής παρέδωσε την εργασία του. Δεσμεύτηκα να παραδώσω το άρθρο για το περιοδικό αύριο κιόλας. Οι καθηγητές παρέδωσαν τη βαθμολογία του τριμήνου. || (έκφρ.) τι ψυχή* θα παραδώσεις; ~ κτ. στο πυρ* / στις φλόγες*. ΦΡ ~ το πνεύμα, πεθαίνω. β. μεταβιβάζω μια εξουσία, μια αρμοδιότητα που διαχειρίζομαι σε κπ. που με αντικαθιστά, με διαδέχεται: Ο προηγούμενος υπουργός παρέδωσε το υπουργείο στον καινούριο. Πήρε μετάθεση και παρέδωσε στον αντικαταστάτη του. Έχω παραδώσει το ταμείο και δεν έχω πια καμιά ευθύνη. ΦΡ ~ τη σκυτάλη, μεταβιβάζω, παραχωρώ κτ. σε κπ. που με διαδέχεται, για να το συνεχίσει: Οι παλιότεροι πρέπει να παραδώσουν τη σκυτάλη στους νεότερους. H προηγούμενη κυβέρνηση παραδίδει τη σκυτάλη στη νέα. γ1. (για πργ.) εμπιστεύο μαι κτ. σε κπ.: Παρέδωσε τα κοσμήματά της για φύλαξη. Bρήκε πορτοφό λι και το παρέδωσε στην αστυνομία. Στην αρχαία Σπάρτη παρέδιδαν τα παιδιά στο κράτος, για να τα μεγαλώσει. γ2. (για πρόσ.) παραπέμπω, προσάγω κπ. που είναι στην εξουσία μου, στη διάθεσή μου, στο χώρο ευθύνης μου σε κπ. άλλον (σε αρχή, εξουσία κτλ.) προκειμένου αυτός να υποστεί κάποιες συνέπειες ή να ακολουθηθεί κάποια διαδικασία (τιμωρία κτλ.): Πολίτες συνέλαβαν τον κακοποιό και τον παρέδωσαν στην αστυνομία. Σας τον ~ να τον τιμωρήσετε όπως νομίζετε. Ο συκοφάντης παραδόθηκε στην κοινή περιφρόνηση. γ3. καταδίδω κπ.: Παρέδωσαν τον αγωνιστή στους Γερμανούς κατακτητές. δ. παραχωρώ ή μεταβιβάζω την κυριότητα ή τη χρήση ακινήτου σε κπ. ύστερα από συμφωνία: Ο ενοικιαστής πρέπει να παραδίδει το διαμέρισμα στον ιδιοκτήτη σε καλή κατάσταση. Ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει την οικοδομή σε δύο χρόνια. 2. διδάσκω κτ. σε κπ.: ~ μαθήματα αγγλικών / χορού / κιθάρας. Παραδίδονται ιδιαίτερα μαθήματα. Ο καθηγητής παρέδωσε δύο κεφάλαια παρακάτω. 3. (παθ.) α. θέτω τον εαυτό μου υπό την εξουσία, στη διάκριση του αντίπαλου (νικητή), υποτάσσομαι, υποκύπτω: Παραδόθηκε η φρουρά του οχυρού. Παραδόθηκε ολόκληρο το σύνταγμα με τον οπλισμό του. Προτίμησαν να πεθάνουν πολεμώντας παρά να παραδοθούν στον εχθρό. Παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία. Παραδώσου! Παραδοθείτε! Παραδίνεσαι; Παραδίδομαι αμαχητί, χωρίς να δώσω μάχη, χωρίς να προβάλω αντίσταση και μτφ. Παραδίδομαι άνευ όρων, ολοκληρωτικά και μτφ. || (ενεργ.): ~ τα όπλα, ομολογώ την ήττα μου, παύω να προβάλλω αντίσταση, υποκύπτω. β. αφήνομαι, εγκαταλείπομαι: Tο κτίριο παραδόθηκε στις φλόγες. Παραδόθηκε σ΄ ένα βαθύ ύπνο. Ήταν παραδομένος στις ονειροπολήσεις του. H ηττημένη πόλη παραδόθηκε στη μανία του κατακτητή. (έκφρ.) παραδόθηκε στην αγκαλιά του Mορφέα, κοιμήθηκε.
[λόγ. < μσν. παραδίδω < αρχ. παραδίδωμι κατά το δίδωμι > δίδω· μσν. παραδίνω < ελνστ. παραδίδω κατά το δίδω > δίνω]