Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράσιτο
4 εγγραφές [1 - 4]
παράσιτο το [parásito] Ο42 : I1. ζωικός ή φυτικός οργανισμός που τρέφεται και αναπτύσσεται σε βάρος άλλου: Kαθάρισαν το χωράφι από τα παράσιτα, για να σπείρουν. Πολλές εντερικές διαταραχές οφείλονται σε παράσιτα. 2. (μτφ.) άτομο που ζει σε βάρος των άλλων: Δε δούλεψε ποτέ· σ΄ όλη του τη ζωή ήταν ένα ~ της κοινωνίας. II. (πληθ.) ηλεκτρομαγνητικές ή άλλες διαταραχές που παρεμβάλλονται σε ένα σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στον πομπό και στο δέκτη και αλλοιώνουν ή και διακόπτουν το σήμα, την επικοινωνία: Παράσιτα σε ραδιόφωνο / ασύρματο / τηλεόραση / τηλέφωνο / ραντάρ. Ο σταθμός έχει πολλά παράσιτα και δεν ακούγεται καθαρά. || (έκφρ.) μην κάνεις παράσιτα, μη χαλάς τη συζήτηση με άσχετες παρεμβολές, παρεμβάσεις.

[λόγ.: I1, II: ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. παράσιτος < γαλλ. parasite (στη νέα σημ.) < αρχ. παράσιτος· I2: κατά τη σημ. του αρχ. παράσιτος]

παρασιτοκτόνος -α / -ος -ο [parasitoktónos] Ε14 : που καταστρέφει, που εξολοθρεύει τα παράσιτα: Παρασιτοκτόνα φάρμακα. || (ως ουσ.) το παρασιτοκτόνο, παρασιτοκτόνο φάρμακο: Δηλητηρίαση από παρασιτοκτόνο.

[λόγ. παράσιτ(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. parasiticide (< parasite δες στο παράσιτο)]

παρασιτολογία η [parasitolojía] Ο25 : (ιατρ.) κλάδος της βιολογίας και της νοσολογίας που ασχολείται με την περιγραφή, την κατάταξη και τη μελέτη των παρασίτων καθώς και με τις αλλοιώσεις ή τις διαταραχές που αυ τά προξενούν κυρίως στον άνθρωπο και στα ζώα.

[λόγ. < γαλλ. parasi to logie < parasite = παράσιτ(ον) -ο- + -logie = -λογία]

παράσιτος -η -ο [parásitos] Ε5 : που ζει σε βάρος άλλων: Παράσιτοι οργανισμοί. || (ως ουσ.) το παράσιτο*.

[λόγ. < αρχ. παράσιτος `που τρώει στο τραπέζι άλλου αμείβοντάς τον με κολακείες΄ σημδ. γαλλ. parasite (δες στο παράσιτο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες