Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παπαγαλία η [papaγalía] Ο25 : (προφ.) η μηχανική απομνημόνευση, η αποστήθιση ενός κειμένου, μαθήματος κτλ. χωρίς την παράλληλη κατανόηση ή αφομοίωση του περιεχομένου του. || (ως επίρρ.): Έμαθε / είπε το μάθημα ~.
[λόγ. παπαγάλ(ος) -ία]