Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαγάλος
1 εγγραφή
παπαγάλος ο [papaγálos] Ο18 : 1α. πουλί τροπικών περιοχών με χοντρό κυρτό ράμφος και με έντονα συνήθ. χρώματα (όπου κυριαρχεί το πράσινο), που έχει την ιδιότητα να μιμείται την ανθρώπινη φωνή ή άλλους ήχους: Mέσα στο κλουβί ήταν δυο πολύχρωμοι παπαγάλοι. β. (τεχν.) εργαλείο (οδοντωτό κλειδί) που μοιάζει με ράμφος παπαγάλου. 2. (μτφ.) άνθρωπος φλύαρος, που επαναλαμβάνει άκριτα τα λόγια άλλων ή που αποστηθίζει μηχανικά κτ. (κείμενο κτλ.) χωρίς να το κατανοεί ή να το αφομοιώνει: Είναι πολύ καλός μαθητής, δεν είναι ~. παπαγαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[1: αντδ. < ιταλ. pappagallo < μσν. παπαγάς (παρετυμ. gallo `κόκορας΄) < αραβ. babagā· 2: σημδ. ιταλ. pappagallo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες