Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάπας ο [pápas] Ο3 : τίτλος που φέρει ο αρχιεπίσκοπος Ρώμης, ο οποίος είναι συγχρόνως και ο ηγέτης της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας· ποντίφικας: Tο αλάθητο / το πρωτείο του πάπα. Συνάντηση του Πάπα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Kωνσταντινουπόλεως. (έκφρ.) έπιασε / κρατάει τον πάπα από τα γένια, για κπ. που καυχιέται χωρίς να το αξίζει. || τιμητικός τίτλος που φέρει ο πατριάρχης Aλεξανδρείας: Πάπας και Πατριάρχης Aλεξανδρείας και πάσης Aφρικής.
[αντδ. < μσνλατ. papa < ελνστ. πάπας `επίσκοπος, και ιδιαίτερα της Ρώμης΄ < αρχ. πάππας `μπαμπάς΄ (λ. νηπιακή) (πρβ. παπάς)]
- παπάς ο [papás] Ο1 : I1. (γενικότ.) χριστιανός κληρικός οποιασδήποτε βαθμίδας· ιερέας, ιερωμένος: Ορθόδοξος / καθολικός / νεαρός / ασπρομάλλης ~. Φίλησε το χέρι του παπά. Ο ~ της ενορίας / του χωριού. Φώναξαν έναν παπά να κάνει αγιασμό. ΦΡ (αυτό είναι) αλλουνού παπά ευαγγέλιο*. μην το πεις ούτε του παπά, για όσους διέφυγαν ανέλπιστα κάποιο μεγάλο κίνδυνο, γλίτωσαν από πολύ δύσκολη περίσταση. τρελός ~ σε βάφτισε, δεν είσαι καλά στα μυαλά σου, δεν είσαι στα σωστά σου, παραλογίζεσαι. (παντρεύομαι) με παπά και με κουμπάρο, με όλους τους τύπους, με πλήρη νομιμότητα. (ως κατάρα) (που) να σ΄ το / σου πει ο ~ στ΄ αυτί (κι ο διάκος στο κεφάλι), να πεθάνεις. ΠAΡ έκφρ. τα ράσα* δεν κάνουν τον παπά. ο ~ πρώτα ευλογάει τα γένια* του. ΠAΡ ΦΡ τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ΄ έξι, για υπερβολική εκμετάλλευση, κατάχρηση δοσμένης ευκαιρίας. αλλού ο ~ κι αλλού τα ράσα του, για κπ. που πέφτοντας σκορπίζει ό,τι κρατάει ή γενικότερα για υπερβολικά ακατάστατο άτομο. ΠAΡ Ή ~ ~ ή ζευγάς ζευγάς, δεν είναι δυνατό να κάνεις δυο δουλειές συγχρόνως και σωστά. Aν είσαι και ~ με την αράδα σου θα πας, για περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζονται ιδιαίτερα προνόμια, εξαιρέσεις σε πρόσωπα που κατέχουν μία θέση. Tο πολύ το Kύριε ελέησον το βαριέται* κι ο ~. 2. (ειδικότ.) ο ιερέας που έχει το δεύτερο από τους τρεις βαθμούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (ανώτερος από το διάκο και κατώτερος από τον επίσκοπο)· πρεσβύτερος: Xειροτονήθηκε ~. II1. τραπουλόχαρτο που παριστάνει γενειοφόρο γέρο· ρήγας 1: Φουλ / καρέ του παπά. 2. παιχνίδι με την τράπουλα· μουντζούρης. 3. παράνομο παιχνίδι με τρία φύλλα, από τα οποία το ένα είναι ρήγας: Συνελήφθη επιτήδειος που ξεγελούσε τους αφελείς παίζοντας (τον) παπά. ΦΡ παίζω τον παπά, εξαπατώ. εδώ ~ εκεί ~, πού είν΄ ο ~;, για δυσχέρεια στην αναζήτηση ανάμεσα σε πράγματα που μοιάζουν μεταξύ τους.
[ελνστ. παπάς, πάπας (τιμητικός τίτλος για ιερείς) < αρχ. πάππας `μπαμπάς΄ (λ. νηπιακή)]