Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανώλη η [panóli] Ο30α : (ιατρ.) οξεία λοιμώδης και συνήθ. θανατηφόρος νόσος· πανούκλα: Επιδημία πανώλης.
[λόγ. πανώλης η με προσαρμ. στο κλιτ. σύστημα της δημοτ. < αρχ. επίθ. πανώλης `καταστροφικός΄ (παρετυμ. του πανούκλα)]