Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανικός ο [panikós] Ο17 : η κατάσταση ατόμου ή, συνηθέστερα, συνόλου το οποίο κυριαρχείται από ένα ισχυρότατο συναίσθημα φόβου, εξαιτίας επικείμενου κινδύνου ή απειλής, και έτσι αδυνατεί να σκεφτεί και να ελέγξει τη συμπεριφορά του: Mε πιάνει ~. Kυριεύομαι από πανικό, πανικοβάλλομαι. Προκαλώ πανικό, πανικοβάλλω. Φέρνω / σκορπίζω / σπέρνω τον πανικό. Σκηνές πανικού. Φωνές πανικού. Πράξεις / φαινόμενα πανικού. Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους. Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο. || Ο ~ της ήττας / της αποτυχίας, που προκαλείται από το φόβο ήττας ή ως αποτέλεσμα αυτής. || Ο ~ της φυγής, η κατάσταση σύγχυσης κατά τη φυγή λόγω πανικού.
[λόγ. < αρχ. επίθ. πανικός `που αναφέρεται στο θεό Πάνα΄, επειδή οι θόρυβοι που ακούγονται στα βουνά και στις κοιλάδες αποδίδονταν σ΄ αυτόν]