Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανηγύρι
9 εγγραφές [1 - 9]
πανηγύρι το [panijíri] Ο44 : 1.ο εορτασμός θρησκευτικής επετείου με συγκέντρωση των πιστών γύρω από το ναό και με τη συμμετοχή τους σε ποικίλες διασκεδαστικές και εθιμικές εκδηλώσεις (χορό, τραγούδι κτλ.): Tο ~ της Παναγίας. Tο ~ του χωριού μας. Tριήμερο ~. 2. γενικά, ομαδική ζωηρή διασκέδαση· γλέντι: Xαρές και πανηγύρια. ΦΡ είναι για τα πανηγύρια, για πρόσωπο με συμπεριφορά ή εμφάνιση ανόητη και γελοία, ή για πράγμα ελεεινής ποιότητας, κατασκευής ή μορφής: Έτσι παρδαλά που ντύνεται είναι για τα πανηγύρια. έγινε του Kουτρούλη* ο γάμος / το ~. 3. (ειρ.) για θορυβώδες επεισόδιο (καβγά, διαπληκτισμό κτλ.) μεταξύ προσώπων, το οποίο προκαλεί το γέλιο των άλλων: Aν μάθουν την αλήθεια ο ένας για τον άλλον, θα έχουμε μεγάλο ~.

[μσν. πανηγύριν (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. πανηγύριον `υπαίθρια αγορά΄ υποκορ. του αρχ. πανήγυρις `γενική συγκέντρωση΄]

πανηγυρίζω [panijirízo] Ρ2.1α : (με υποκείμενο πρόσωπο ή, συνηθέστερα, λέξη που δηλώνει σύνολο προσώπων) α. γιορτάζω θρησκευτική γιορτή με πανηγύρι· έχω πανηγύρι: Tο χωριό μας πανηγυρίζει στις 15 Aυγούστου. β. εκδηλώνω δημόσια και με ζωηρό τρόπο ένα έντονο συναίσθημα χαράς ή ικανοποίησης, εξαιτίας ευτυχούς συμβάντος ή γεγονότος· (πρβ. γιορτάζω): Πανηγυρίζουν (για) τη νίκη της ομάδας τους. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη ο λαός πανηγυρίζει για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας τη λήξη του πολέμου. γ. εκφράζω με τρόπο υπερβολικό χαρά ή ικανοποίηση· θριαμβολογώ: Πανηγύριζε για το κατόρθωμά του.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρίζω, αρχ. σημ.: `συμμετέχω σε δημόσια γιορτή΄]

πανηγυρικός -ή -ό [panijirikós] Ε1 : 1.που γίνεται για να εορταστεί κάποιο ευχάριστο γεγονός, για να εκδηλωθούν τα σχετικά συναισθήματα χαράς, ευαρέσκειας κτλ.· εορταστικός: Πανηγυρική συνεδρίαση. ~ σημαιοστολισμός. Πανηγυρικές εκδηλώσεις. Πανηγυρική έκδοση. 2. που έχει τη λαμπρότητα και το χαρμόσυνο χαρακτήρα πανηγυριού: Πανηγυρική υποδοχή. Πανηγυρική ατμόσφαιρα. ~ εορτασμός μιας επετείου, λαμπρός. 3. ~ λόγος και συνήθ. ως ουσ. ο πανηγυρικός, είδος ρητορικού λόγου που εκφωνείται σε δημόσια τελετή για τον εορτασμό επετείου ή για τον εγκωμιασμό γεγονότος, πράξης ή προσώπου: Tον πανηγυρικό της ημέρας θα τον εκφωνήσει ο πρόεδρος. πανηγυρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πανηγυρικός]

πανηγυρίσιος -α -ο [panijirísxos] Ε4 : πανηγυριώτικος.

[πανηγύρ(ι) -ίσιος]

πανηγυρισμός ο [panijirizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του πανηγυρίζω· θορυβώδης και ζωηρή ομαδική εκδήλωση ισχυρού συναισθήματος χαράς, ικανοποίησης κτλ.: Ολονύκτιοι πανηγυρισμοί. Οι πανηγυρισμοί της νίκης. Οι πανηγυρισμοί του πλήθους.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρισμός]

πανηγυριστής ο [panijiristís] Ο7 θηλ. πανηγυρίστρια [panijirístria] Ο27 : αυτός που πανηγυρίζει, συμμετέχει σε πανηγύρι· πανηγυριώτης.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυριστής· λόγ. πανηγυρισ(τής) -τρια]

πανηγυριτζής ο [panijiridzís] & πανηγυρτζής ο [panijirdzís] Ο8 : α.αυτός που συμμετέχει σε πανηγύρι, κυρίως ως υπαίθριος πωλητής, μουσικός ή τραγουδιστής· (πρβ. πανηγυριώτης). β. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός γελοίου ή φαιδρού ατόμου.

[πανηγύρ(ι) -ιτζής, -τζής]

πανηγυριώτης ο [panijirjótis] Ο10 θηλ. πανηγυριώτισσα [panijirjótisa] Ο27 : αυτός που παραβρίσκεται και συμμετέχει σε πανηγύρι.

[πανηγύρ(ι) -ιώτης· πανηγυριώτ(ης) -ισσα]

πανηγυριώτικος -η -ο [panijirjótikos] Ε5 : που ταιριάζει σε πανηγύρι, γιορτή, γλέντι κτλ.· (πρβ. εύθυμος, εορταστικός): Xαρούμενα, πανηγυριώτικα τραγούδια. || (με μειωτ. σημ.) φαιδρός, γελοίος, παρδαλός: Πανηγυριώτικα χρώματα. Πανηγυριώτικο ντύσιμο.

[πανηγυριώτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες