Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλινωδία η [palinoδía] Ο25 : αναίρεση προηγούμενων ισχυρισμών· (πρβ. υπαναχώρηση): Οι παλινωδίες και οι υπαναχωρήσεις της κυβέρνησης καλλιεργούν κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας.
[λόγ. < αρχ. παλινῳδία]