Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλινωδία
1 εγγραφή
παλινωδία η [palinoδía] Ο25 : αναίρεση προηγούμενων ισχυρισμών· (πρβ. υπαναχώρηση): Οι παλινωδίες και οι υπαναχωρήσεις της κυβέρνησης καλλιεργούν κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας.

[λόγ. < αρχ. παλινῳδία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες