Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλάβρα 1 η [palávra] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) α. λόγος ανόητος· παλαβωμάρα. β. κενόλογη κομπορρημοσύνη.
[αντδ. < ισπαν. palavra `λέξη΄ (η νέα σημ. στα ισπανοεβραίικα) < λατ. parabola `παραβολή, λόγια του Χριστού΄ < ελνστ. παραβολή (του Χριστού)]
- παλάβρας ο [palávras] Ο3 & παλάβρα 2 η [palávra] Ο25α : (προφ., χλευ.) για άνθρωπο: α. ανόητο, παλαβό, παλαβιάρη. β. κενολόγο, καυχησιάρη, κομπορρήμονα.
[παλάβρ(α) 1 -ας· παλάβρ(ας) -α]