Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδιά
9 εγγραφές [1 - 9]
παιδιά η [peδiá] Ο24 : (λόγ.) α. υπαίθριο ομαδικό παιχνίδι· συνήθ. στον όρο: Aθλητικές παιδιές, αθλοπαιδιές. β. (παρωχ.) χαριεντισμός, αστεϊσμός, στην έκφραση χάριν παιδιάς, για αστεϊσμό, στ΄ αστεία.

[λόγ. < αρχ. παιδιά `παιδικό παιχνίδι, διασκέδαση΄]

παιδιακίζω [peδjakízo] Ρ2.1α : παιδιαρίζω.

[παιδιακ(ίσιος) -ίζω]

παιδιακίσιος -α -ο [peδjakísos] Ε4 : που ταιριάζει σε παιδί. α. αθώος, παιδιάστικος: Παιδιακίσια χαρά. β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: Παιδιακίσια καμώματα / λόγια.

[μσν. παιδί(ον σύγκρ. παιδιαρίζω) υποκορ. -άκ(ι) -ίσιος(;)]

παιδιαρίζω [peδjarízo] Ρ2.1α : (για ενήλικα) συμπεριφέρομαι ή σκέφτομαι σαν παιδί.

[μσν. παιδί(ον) -αρίζω (για το θ. παιδι- πρβ. ελνστ. παιδιώδης `παιδιάστικος΄, μσν. παιδιότης `παιδική ηλικία΄, παιδιογέρων `γέρος με μυαλό παιδιού΄)]

παιδιαρίσματα τα [peδjarízmata] Ο49 : πράξεις, λόγοι και γενικώς συμπεριφορά ενήλικου η οποία όμως ταιριάζει σε παιδί: Άσε τα ~ και σοβαρέψου.

[πληθ. του *παιδιάρισμα < παδιαρισ- (παιδιαρίζω) -μα]

παιδιάστικος -η -ο [peδjástikos] & παιδιάτικος -η -ο [peδjátikos] Ε5 : που ταιριάζει σε παιδί· παιδιακίσιος. α. αθώος: Παιδιάστικη χαρά. Παιδιάστικες φωνούλες. β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: Παιδιάστικα καμώματα.

[*παιδιασ- (*παιδιάζω < παιδ(ί) -ιάζω) -τικος· παιδ(ί) -ιάτικος]

παιδιατρική η [peδiatrikí] Ο29 : κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται ειδικά με την υγεία και τις ασθένειες των παιδιών: Ειδικότητα παιδιατρικής.

[λόγ. < γαλλ. pédiatrie < péd(o)- = παιδ(ο)- + -iatrie = -ιατρική (δες -ιατρικός)]

παιδιατρικός -ή -ό [peδiatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδιατρική: Παιδιατρική κλινική. || (ως ουσ.) η παιδιατρική*.

[λόγ. παιδια τρ(ική) -ικός]

παιδίατρος ο [peδíatros] Ο20α θηλ. παιδίατρος [peδíatros] Ο36 : γιατρός ειδικευμένος στην παιδιατρική.

[λόγ. < γαλλ. pédiatre < pédiatr(ie) = παιδιατρ(ική) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες