Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιδεία η [peδía] Ο25 : 1.πνευματική καλλιέργεια· μόρφωση, κουλτούρα: Aνθρωπιστική ~. Έλλειψη παιδείας. (λόγ. έκφρ.) θύραθεν* ~. άμοιροι* παιδείας. 2. εκπαίδευση: Yπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι κρατικές δαπάνες για την ~. «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», κεντρικό σύνθημα της φοιτητικής εξέγερσης του 1973.
[λόγ.: 1: αρχ. παιδεία· 2: σημδ. γαλλ. éducation (nationale)]