Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [11 - 15] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιδίατρος ο [peδíatros] Ο20α θηλ. παιδίατρος [peδíatros] Ο36 : γιατρός ειδικευμένος στην παιδιατρική.
[λόγ. < γαλλ. pédiatre < pédiatr(ie) = παιδιατρ(ική) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- παιδικός -ή -ό [peδikós] Ε1 : α.που ανήκει ή αναφέρεται στα παιδιά: Παιδική ηλικία. Παιδική αφέλεια. Παιδική αθωότητα. || Παιδικές ασθένειες. β. που προορίζεται για τα παιδιά: Παιδικά παιχνίδια / τραγούδια / ενδύματα. Παιδικές τροφές. Παιδικό θέατρο. ~ σταθμός και ως ουσ. ο παιδικός, στον οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν για φύλαξη τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Παιδικό δωμάτιο και ως ουσ. το παιδικό: Φέτος θα βάψουμε μόνο το παιδικό, την κρεβατοκάμαρα θα την αφήσου με για του χρόνου. Παιδικό (τηλεοπτικό) πρόγραμμα και ως ουσ. το παιδικό. || (ειδικότ.) Παιδική χαρά*. γ. (με μειωτ. σημ., όταν λέγεται σε σχέση με ενήλικες) παιδαριώδης, αφελής, απλοϊκός, ανόητος κτλ.: Παιδική σκέψη / συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. παιδικός `για παιδί΄ & σημδ. γαλλ. infantile]
- παιδικότητα η [peδikótita] Ο28 : η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του παιδικού· αθωότητα, αφέλεια, ευπιστία, καλοσύνη.
[λόγ. παιδικ(ός) -ότης > -ότητα]
- παιδίσκη η [peδíski] Ο30α : (λόγ.) μικρό κορίτσι· παιδούλα: Aθώα ~.
[λόγ. < αρχ. παιδίσκη]
- παιδισμός ο [peδizmós] Ο17 : 1.παιδομορφισμός. 2. διανοητική ανωριμότητα.
[λόγ. παιδ(ίον) -ισμός μτφρδ. γαλλ. infantilisme]