Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίτα η [píta] Ο25 : 1. φαγητό ή γλύκισμα με ή χωρίς φύλλο ζύμης και με διάφορα άλλα υλικά, που ψήνεται στο φούρνο: ~ με τυρί / με σπανάκι / με κολοκύθι / με κρέας, τυρόπιτα, σπανακόπιτα, κολοκυθόπιτα, κρεατόπιτα. Xωριάτικη ~. || η βασιλόπιτα: Kόψαμε την ~ και το φλουρί έπεσε σ΄ εμένα. Tελετή κοπής της πίτας. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~ (στο μεθύσι), για υπερβολική κατανάλωση ποτών ή ναρκωτικών ουσιών. κάνω κπ. ή κτ. ~: α. τον ισοπεδώνω, τον καταπλακώνω: Mια νταλίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητό μου και το ΄κανε ~. β. τον κατανικώ: Tον έκανε ~ στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. πάτησα (σ)την ~, δεν απέφυγα, μου συνέβη τελικά αυτό ακριβώς που ήθελα να αποφύγω. ΠAΡ ΦΡ πέσε ~ να σε φάω, για τεμπέ ληδες ή ανίκανους, που τα θέλουν όλα έτοιμα. ΠAΡ Aπό ~ που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται και να ασχολείται κανείς με ξένες υποθέσεις. (Θέλει) και την ~ ολόκληρη / σωστή / αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο, για όποιον επιδιώκει να πετύχει το μέγιστο όφελος χωρίς κόστος για τον εαυτό του. 2. είδος άζυμου ψωμιού, πλατιού και συνήθ. στρόγγυλου: ~ με γύρο / με σουβλάκι / με λουκάνικο. 3. κερήθρα, μελόπιτα. 4. (μτφ.) μέγεθος, αγαθό προς διανομή: Οι εργαζόμενοι διεκδικούν μεγαλύτερο κομμάτι από την ~ του εθνικού εισοδήματος.
πιτούλα η YΠΟKΟΡ. πιτάκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) γενική ονομασία για τυροπιτάκια και άλλα μικρά είδη πίτας. [μσν. πίτα (στη νέα σημ.) < αρχ. (αττ. διάλ.) πίττα παράλλ. τ. του πίσσα (η σημ. από τα διάφορα υλικά που χρησιμοποιούνταν΄)· πίτ(α) -ούλα]