Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέρδομαι
1 εγγραφή
πέρδομαι [pérδome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ., ειρ.) αποβάλλω αέρια· κλά νω: Πέρδεται ασυστόλως.

[λόγ. < αρχ. πέρδομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες