Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάπια η [pápxa] Ο25α : I. νηκτικό, υδρόβιο πουλί (σε άγρια κατάσταση ή κατοικίδιο) με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος, κοντά πόδια με μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα και ποικίλο (συνήθ. φαιό) φτέρωμα: Στη λίμνη κολυμπούσαν πάπιες και χήνες. Φάγαμε ~ γεμιστή / ψητή. Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της άγριας πάπιας. Περπατάει σαν ~, για παχύ άτομο (κυρ. γυναίκα), που περπατάει με ανοιχτά πόδια και γέρνει δεξιά και αριστερά. ΦΡ κάνω την ~, προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κτ., αποφεύγω να πάρω θέση· ΣYN έκφρ. κάνω το κορόιδο. || (ως γλωσσοδέτης) μια ~ μα ποια ~, μια ~ με παπιά. II. είδος ουροδοχείου πλατιού και με μακρύ λαιμό για αρρώστους ή υπερήλικες.
παπάκι* το YΠΟKΟΡ. [μσν. πάπια ίσως ηχομιμ. < κραυγή πα-πα-πα]