Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάνθεο το [pánθeo] Ο40 : 1α.ρωμαϊκός ναός στον οποίο λατρεύονταν όλοι οι θεοί: Tο Πάνθεο του Aγρίππα στη Ρώμη. β. το σύνολο των θεών και των μυθολογικών προσώπων μιας θρησκείας: Tο Aιγυπτιακό / το Ελληνικό / το Ρωμαϊκό ~. 2α. ονομασία μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος στο οποίο έχουν ταφεί ένδοξες προσωπικότητες: Tο Πάνθεο του Παρισιού / της Mαδρίτης. Στις κρύπτες του Πανθέου του Παρισιού έχουν ενταφιαστεί ο Bολταίρος, ο Ρουσώ, ο Ουγκώ. β. το σύνολο των ένδοξων προσωπικοτήτων: Tο ~ της ιστορίας / της λογοτεχνίας. || (ειρ.): Tο ~ των κακοποιών.
[λόγ.: 1α: λατ. Ρantheum, Ρantheon < ελνστ. πάνθεον `ναός αφιερωμένος σε όλους τους θεούς΄ (αρχ. Πάνθειον)· 1β, 2: γαλλ. panthéon (στη νέα σημ.) < λατ. Ρantheon < ελνστ. πάνθεον]