Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάκτωμα 1 το [páktoma] & πάχτωμα το [páxtoma] Ο49 : η πάκτωση 1.
[πάχτ-: παχτώ(νω) -μα· πάκτ-: λόγ. επίδρ.]
- πάκτωμα 2 το : πάκτωση 2.
[λόγ. πακτω- (δες πακτώνω 2) -μα]