Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ο
1.210 εγγραφές [181 - 190]
οικουμένη η [ikuméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ολόκληρη η γη· υφήλιος, κόσμος: Tαξίδεψε ως τα πέρατα της οικουμένης. Δεν ξανάγινε τέτοιο πράγ μα σε ολόκληρη την ~.

[λόγ. < αρχ. οἰκουμένη (ενν. γῆ) ουσιαστικοπ. θηλ. μπε. του ρ. οἰκῶ]

οικουμενικός -ή -ό [ikumenikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο· (πρβ. παγκόσμιος, πανανθρώπινος): Ο ~ χαρακτήρας του ρωμαϊκού κράτους. H ειρήνη είναι αίτημα οικουμενικό. || (εκκλ.) ~ πατριάρχης, τίτλος του πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης. Οικουμενικό πατριαρχείο ή ~ θρόνος, το πατριαρχείο της Kωνσταντινούπολης. Οικουμενική σύνοδος, στην οποία έπαιρναν μέρος αντιπρόσωποι από όλες τις χριστιανικές εκκλησίες: H οικουμενική σύνοδος της Nίκαιας / της Xαλκηδόνας. Οικουμενική κίνηση, ο οικουμενισμός. 2. (πολ.) Οικουμενική κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν όλα ή τα περισσότερα κόμματα. οικουμενικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. οἰκουμενικός]

οικουμενικότητα η [ikumenikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του οικουμενικού· (πρβ. παγκοσμιότητα): H ~ του ρωμαϊκού κράτους / της τέχνης.

[λόγ. οικουμενικ(ός) -ότης > -ότητα]

οικουμενισμός ο [ikumenizmós] Ο17 : (εκκλ.) σύνολο ιδεών και ενεργειών που έχουν ως στόχο την ενότητα όλων των χριστιανικών εκκλησιών· οικουμενική κίνηση.

[λόγ. οικουμεν(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. œcuménisme < œcumén(ique) < ελνστ. οἰκουμεν(ικός) -isme = -ισμός]

οικουρώ [ikuró] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας: Ο διευθυντής μας οικουρεί.

[λόγ. < αρχ. οἰκουρῶ `μένω σπίτι, αποφεύγω τη στρατιωτική υπηρεσία΄]

οικτιρμός ο [iktirmós] Ο17 : (λόγ.) οίκτος.

[λόγ. < αρχ. οἰκτιρμός]

οικτίρω [iktíro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αισθάνομαι οίκτο για κπ.: Σε ~ για το κατάντημά σου.

[λόγ. < αρχ. οἰκτίρω]

οίκτος ο [íktos] Ο18 : το συναίσθημα λύπης και συμπάθειας για κπ. που πάσχει ή που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση: Aιχμάλωτοι που επικαλούνται τον οίκτο των νικητών. Προτιμάει να προκαλεί το φθόνο παρά τον οίκτο. || Mόνο οίκτο μού προκαλεί η συμπεριφορά σου, λύπηση ανάμεικτη με περιφρόνηση.

[λόγ. < αρχ. οrκτος]

οικτρός -ή -ό [iktrós] Ε1 : (πρβ. αξιοθρήνητος) α. που προκαλεί τη λύπη και τη συμπάθειά μας, επειδή είναι πολύ κακός, πολύ άσχημος και για αυτό δυσάρεστος· (πρβ. ελεεινός): Οικτρή κατάσταση / διαγωγή. Οικτρό θέαμα. β. (για κτ. κακό) που το μέγεθός του είναι τόσο μεγάλο, ώστε να προκαλεί τη λύπη και τη συμπάθειά μας: Οικτρό λάθος. H επιχείρηση κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. οικτρά & (λόγ.) οικτρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. οἰκτρός, οἰκτρῶς]

οϊμέ [oimé] & οϊμένα [oiména] επιφ. : (λογοτ.) για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· αλίμονο: ~ τι συμφορά!

[μσν. οϊμέ < φρ. όι με (προφ. [mé] ) `εμένα΄· μσν. οϊμένα < φρ. όι μένα]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες