Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορκωμοσία
1 εγγραφή
ορκωμοσία η [orkomosía] Ο25 : η διαδικασία με την οποία κάποιος ορκίζεται δίνοντας επίσημο όρκο: H ~ των νεοσυλλέκτων / των νέων υπουργών / των νέων πτυχιούχων.

[λόγ. < ελνστ. ὁρκωμοσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες