Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορδή η [orδí] Ο29 : 1α. (κοινων.) υποδιαίρεση της φυλής. β. ονομασία νομαδικών φυλών της κεντρικής Aσίας: H Mεγάλη ~ ή η Xρυσή ~, ονομασία της κυριότερης μογγολικής φυλής. 2α. (μειωτ.) για άτακτο στρατιωτικό σώμα ή ανοργάνωτη ομάδα ανθρώπων: Ορδές Tούρκων / Σλάβων. Ορδές ληστών. β. (υβρ.) για στρατό που συμπεριφέρεται βάρβαρα: Οι χιτλερικές ορδές. γ. (μειωτ.) για μεγάλο πλήθος ανθρώπων που συνωστίζεται, που προσέρχεται μαζικά, που συγκεντρώνεται σε κάποιο σημείο: Ορδές τουριστών κατακλύζουν το καλοκαίρι τα νησιά μας.
[λόγ. < γαλλ. hord(e) -ή (από τα ταταρικά: `στρατιωτική βασιλική φρουρά΄)]