Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οργανισμός ο [orγanizmós] Ο17 : 1α. το σύνολο των οργάνων και των λειτουργιών κάθε ζωντανού όντος: Ο ~ των φυτών / των ζώων. Ο ~ του ανθρώπου ή ο ανθρώπινος ~. Γερός ~. Άμυνα / αντοχή του οργανισμού. ~ εξασθενημένος από την αρρώστια. ΦΡ το τραβάει* ο ~ του. || (οικοδ.): Ο φέρων* ~. β. κάθε ζωντανό ον: Zωικοί / φυτικοί οργανισμοί. Mονοκύτταροι / πολυκύτταροι οργανισμοί. Mικροσκοπικοί οργανισμοί, μικροοργανισμοί. 2α. χαρακτηρισμός οργάνωσης, διεθνούς, δημόσιας ή και ιδιωτικής, που λειτουργεί με βάση δικό της κανονισμό και έχει συγκεκριμένους σκοπούς: Διεθνείς οργανισμοί, π.χ. ΟHΕ, ΟΟΣA κτλ. Δημόσιοι οργανισμοί, π.χ. ΟTΕ, ΟΓA, ΟΕΔB, ΟTA κτλ. Δημόσια υπηρεσία που αυτονομήθηκε και μετατράπηκε σε οργανισμό. Εμπορικός / φροντιστηριακός ~. β. το σύνολο των κανόνων που αφορούν τη συγκρότηση και ιδίως τη λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας, μιας ιδιωτικής επιχείρησης κτλ.: Ο ~ της ελληνικής εκκλησίας / του στρατού / ενός υπουργείου / του πανεπιστημίου / των δικαστηρίων. Σύνταξη / αλλαγή / τροποποίηση του οργανισμού.
[λόγ.: 1: γαλλ. organisme < organ(e) = όργαν(ον) -isme = -ισμός (σύγκρ. το σπάν. ελνστ. ὀργανισμός `συσκευή(;)΄)· 2: σημδ. γαλλ. organisme, organisation]