Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπαδός ο [opaδós] Ο17 θηλ. οπαδός [opaδós] Ο34 : αυτός που δέχεται τις ιδέες ή γενικά τις απόψεις κάποιου και ενεργεί σύμφωνα με αυτές· (πρβ. θιασώτης): ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας / μιας ομάδας. Στελέχη, μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Tο κόμμα κάλεσε τους οπαδούς του να απόσχουν από τις εκλογές. Ένθερμος / φανατικός ~. || (μειωτ.): Είμαι φίλαθλος και όχι ~. || (επέκτ.) γι΄ αυτόν που του αρέσει κτ.: Είναι ~ της μπίρας.
[λόγ. < αρχ. ὀπαδός (δωρ. διάλ., αλλά κοινό και στη λογοτ., αττ. ὀπηδός) `ακόλουθος, συνοδός΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]