Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
31 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οξύνοια η [oksínia] Ο27 : ικανότητα για σωστή και γρήγορη αντίληψη· αγχίνοια. ANT αμβλύνοια.
[λόγ. οξύ(νους) -νοια κατά το σχ.: βραδύνους - βραδύνοια μτφρδ. γερμ. Scharfsinn]
- οξύνους -ους -ουν [oksínus] Ε12ε : (λόγ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από οξύνοια, από ικανότητα για σωστή και γρήγορη αντίληψη· αγχίνους. ANT αμβλύνους. || (ως ουσ.).
[λόγ. < μσν. οξύνους < οξυ- 1 + νους κατά το ελνστ. σοφόνους `μυαλωμένος΄]
- όξυνση η [óksinsi] Ο33 : η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του οξύνω 1. ANT άμβλυνση: ~ των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου. ~ των κοινωνικών αντιθέσεων.
[λόγ. οξύν(ω) 1 -σις > -ση]
- οξύνω 1 [oksíno] -ομαι Ρ8.1 μππ. οξυμμένος : ANT αμβλύνω. 1. (σπάν.) κάνω κτ. αιχμηρό, οξύ. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) βελτιώνω κτ., έτσι ώστε αυτό να είναι πιο αποτελεσματικό: Οξύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. Mε τη σωστή μελέτη οξύνεται η κριτική ικανότητα του ανθρώπου. β. δημιουργώ μεγαλύτερη ένταση η οποία είναι ανεπιθύμητη ή δυσάρεστη: Mέτρα που οξύνουν αντί να θεραπεύουν την οικονομική κρίση. Οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις. Οξυμμένα πολιτικά πάθη.
[λόγ. < αρχ. ὀξύνω]
- οξύνω 2, -ομαι Ρ8.1 (συνήθ. παθ., χωρίς μππ.) : (γραμμ.) για λέξη ή συλλαβή η οποία τονίζεται με οξεία στο παλαιότερο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας: H βραχεία συλλαβή οξύνεται, εκτός από τις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο κανόνας της βαρείας.
[λόγ. < ελνστ. ὀξύνω]
- οξύουρος ο [oksíuros] Ο20α : σκουλήκι που ζει ως παράσιτο στο παχύ έντερο των φυτοφάγων θηλαστικών και ιδίως του ανθρώπου.
[λόγ. < γαλλ. oxyure < oxy- = οξυ- 1 + αρχ. οὐρ(ά) -ος]
- οξύρρυγχος -η -ο [oksíriŋxos] Ε5 : 1. (για ζώο) που έχει σουβλερό ρύγχος. 2. (ως ουσ.) ο οξύρρυγχος, ονομασία ψαριού με μακρύ κεφάλι και οξύ ρύγχος.
[λόγ. < αρχ. ὀξύρρυγχος]
- οξύς -εία -ύ [oksís] Ε7α : I. που καταλήγει σε αιχμή· αιχμηρός, μυτερός: Bελόνα με πολύ οξύ άκρο. || (μαθημ.): Οξεία γωνία, που είναι μικρότερη από την ορθή. II. (μτφ.) 1. (για ήχο) που έχει υψηλή συχνότητα: Οξεία κραυγή, διαπεραστική. 2. (ιδ. για τις πνευματικές λειτουργίες ή τις αισθήσεις) που λειτουργεί έτσι ώστε να μην του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, να είναι πολύ αποτελεσματικός: Οξεία όραση / όσφρηση / ακοή. Οξεία αντίληψη / παρατηρητικότητα. || Οξύ βλέμμα. 3. (ιδ. για κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) πολύ έντονος: ~ πόνος, πολύ δυνατός. Οξεία πολεμική / αποδοκιμασία / πολιτική κρίση. H χώρα αντιμετωπίζει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα. α. που είναι επιθετικός, υβριστικός ή μειωτικός για κπ.: ~ χαρακτηρισμός. Mιλάει σε τόνο οξύτερο από κάθε άλλη φορά. β. (για αρρώστια) που εξελίσσεται και επιδεινώνεται γρήγορα. ANT χρόνιος: Οξεία βρογχίτιδα / μηνιγγίτιδα / περιτονίτιδα.
[λόγ. < αρχ. ὀξύς `οξύς, μυτερός, με έντονη γεύση, ξινός΄]
- οξύτητα η [oksítita] Ο28 : 1. η ιδιότητα αυτού που είναι οξύςII: α. η υψηλή συχνότητα του ήχου. β. για πνευματικές πειτουργίες ή αισθήσεις: Εντυπωσιάζει με την ~ της σκέψης / των παρατηρήσεών του. H ~ της όρασής του. γ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ένταση: H πολιτική κρίση έφτασε σε μεγάλη ~. || για λόγια ή πράξεις: H παρεξήγηση λύθηκε χωρίς οξύτητες. 2. ύπαρξη οξέος ή οξέων σε κτ. ιδίως σε υγρό: Λάδι με μικρή / μεγάλη ~. Έλεγχος της οξύτητας των υγρών του στομάχου.
[λόγ. < αρχ. ὀξύτης, αιτ. -ητα]
- οξύτονος -η -ο [oksítonos] Ε5 : 1. (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στη λήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία. 2. (μετρ.) στίχος με τονισμένη την τελευταία συλλαβή του.
[λόγ. < ελνστ. ὀξύτονος, αρχ. σημ.: `με διαπεραστικό άκουσμα΄]