Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ονειρεύομαι [onirévome] Ρ5.2β : 1α. βλέπω σε όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: Ονειρεύτηκε τον πεθαμένο παππού του. Ονειρεύτηκα ότι κολυμπούσαμε. Σε ονειρεύτηκα χθες βράδυ. Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου αεροπόρο. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. β. βλέπω όνειρο στον ύπνο μου: Kοιμάται κι ονειρεύεται. (έκφρ.) μήπως κοιμάμαι* και ~; κοιμάσαι* κι ονειρεύεσαι. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ με τη φαντασία μου κτ. συνήθ. πολύ επιθυμητό: Ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους. || απομακρύνομαι από την πραγματικότητα, ονειροπολώ: Ονειρεύεται αντί να σκέφτεται. β. επιθυμώ πολύ: Ονειρεύεται να γίνει γιατρός. γ. επιθυμώ κτ. συνήθ. απραγματοποίητο: Mην ονειρεύεσαι πλούτη.
[μσν. ονειρεύομαι < όνειρ(ο) -εύομαι]