Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομόφυλος
1 εγγραφή
ομόφυλος -η -ο [omófilos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που ανήκει στην ίδια φυλή με κπ. άλλο. ANT αλλόφυλος. || (συνήθ. ως ουσ.): Συμπαράσταση στους ομοφύλους. 2. που ανήκει στο ίδιο φύλο με κπ. άλλο. ANT ετερόφυλος. || (συνήθ. ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ὁμόφυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες