Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομόλογο το [omóloγo] Ο40 : (οικον.) ανώνυμος τίτλος που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται μετά τη λήξη στην ονομαστική του τιμή: Ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
[λόγ. < αρχ. ὁμόλογον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ὁμόλογος (μσν. σημ.: `συνθήκη΄)]
- ομόλογος -η -ο [omóloγos] Ε5 : 1. που έχει κοινά στοιχεία (αίτια, ιδιότητες, προορισμό κτλ.) με κπ. ή με κτ. άλλο: Ομόλογα φαινόμενα / γεγονότα, συναφή. || (ως ουσ.) ο ομόλογος, πρόσωπο που έχει το ίδιο (υψηλό) αξίωμα σε άλλη χώρα: Ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Γάλλος ομόλογός του. Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης ο υπουργός εξωτερικών θα συναντηθεί με τον Iταλό ομόλογό του. 2. (επιστ.) α. (χημ.) Ομόλογες ενώσεις, σειρά χημικών ενώσεων, από τις οποίες η καθεμία προέρχεται από την προηγούμενη με την προσθήκη ορισμένων στοιχείων. β. (μαθημ.) Ομόλογα ποσά, σειρά ποσών που το καθένα προέρχεται από το προηγούμενο με πολλαπλασιασμό. γ. (βιολ.) που έχει ανάλογη δομή ή λειτουργία: Ομόλογα όργανα. Ομόλογα χρωματοσώματα.
[λόγ. < αρχ. ὁμόλογος `που συμφωνεί, αντιστοιχεί΄ & σημδ. γαλλ. homologue (στη νέα σημ.) < αρχ. ὁμόλογος]
- ομολογουμένως [omoloγuménos] επίρρ. : όπως όλοι παραδέχονται: Ο φετινός χειμώνας ~ ήταν πολύ βαρύς.
[λόγ. < αρχ. ὁμολογουμένως]
- ομολογώ [omoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : α. παραδέχομαι, αναγνωρίζω την αλήθεια μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ. την οποία μέχρι εκείνη την ώρα αρνούμουν ή δίσταζα να παραδεχτώ: ~ την αλήθεια / την πλάνη μου. ~ ότι έχεις δίκιο. Πρέπει να ομολογήσω ότι είπα ψέματα. β. παραδέχομαι ορισμένη υπαιτιότητα ή ενοχή μου: ~ το έγκλημά μου. Tον βασάνισαν για να ομολογήσει. γ. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ.: Ομολόγησε τα πάντα στην ανάκριση. || ~ την πίστη μου, διακηρύσσω δημόσια τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις: Xριστιανοί που ομολογούσαν την πίστη τους πέθαιναν με μαρτυρικό θάνατο.
[λόγ. < αρχ. ὁμολογῶ]