Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκτάπλευρος
1 εγγραφή
οκτάπλευρος -η -ο [oktáplevros] & οχτάπλευρος -η -ο [oxtáplevros] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει οχτώ πλευρές. || (ως ουσ.) το οκτάπλευρο & το οχτάπλευρο, για οκτάπλευρο σχήμα.

[λόγ. < ελνστ. ὀκτάπλευρος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες