Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οθόνη η [oθóni] Ο30 : 1. επιφάνεια πάνω στην οποία προβάλλονται ή αναπαράγονται εικόνες, σχήματα κτλ. α. λευκή επιφάνεια από ύφασμα ή άλλα υλικά που χρησιμοποιείται στον κινηματογράφο: Πήγε στο σινεμά αλλά δεν κατάλαβε τίποτα από αυτά που έβλεπε στην ~. Mεγάλη ~, ο κινηματογράφος. Tα νέα της οθόνης. β. η ειδική επιφάνεια ηλεκτρονικού μηχανήματος, στην οποία αναπαράγονται εικόνες, σχήματα κτλ.: H ~ της τηλεόρασης / του κομπιούτερ. Mικρή ~, η τηλεόραση. 2. (λόγ.) κομμάτι από ύφασμα, ιδίως λεπτό και σχετικά μεγάλο.
[λόγ. < αρχ. ὀθόνη `λινό ύφασμα΄ (ελνστ. σημ. επίσης: `πανί καραβιού΄)]