Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδόστρωμα
1 εγγραφή
οδόστρωμα το [oδóstroma] Ο49 : το επιφανειακό στρώμα του δρόμου που είναι κατασκευασμένο από ανθεκτικά υλικά· (πρβ. κατάστρωμαII): ~ από χαλίκια / από άσφαλτο / από τσιμέντο. Σε μερικά σημεία του δρόμου έχει υποστεί βλάβες το οδόστρωμα.

[λόγ. οδο- + στρώμα μτφρδ. γερμ. Strassenbelag]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες