Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδοποιία
1 εγγραφή
οδοποιία η [oδopiía] Ο25α : το σύνολο των τεχνικών εργασιών που αφορούν την κατασκευή (χάραξη, διάνοιξη, ασφαλτόστρωση κτλ.) ή τη συντήρηση των δρόμων: Έργα οδοποιίας. || ο σχετικός επιστημονικός κλάδος: Bιβλίο / μάθημα / καθηγητής οδοποιίας.

[λόγ. < αρχ. ὁδοποιία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες