Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοκαθαριστής ο [oδokaθaristís] Ο7 : αυτός, ιδίως δημοτικός υπάλληλος, που ασχολείται με το σκούπισμα των δρόμων· σκουπιδιάρης: Aπεργία οδοκαθαριστών.
[λόγ. οδο- + καθαριστής]