Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοιπόρος ο [oδipóros] Ο18 : αυτός που οδοιπορεί: Οι οδοιπόροι της ειρήνης, αυτοί που συμμετέχουν σε πορεία ειρήνης. (έκφρ.) ασθενής και ~, για να δηλώσουμε ότι οι άρρωστοι και οι ταξιδιώτες απαλλάσσονται από διάφορες υποχρεώσεις και ιδίως από εκείνη της νηστείας.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπόρος `ταξιδιώτης΄]