Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οβελίας ο [ovelías] Ο3 : (λόγ.) αρνί ψημένο στη σούβλα: Ο πατροπαράδοτος πασχαλινός ~.
[λόγ. < αρχ. ὀβελίας `ψωμί ψημένο στη σούβλα΄ από παρανόηση της σημ. του αρχ. ὀβελός `σούβλα για ψήσιμο κρέατος΄ (δες και στο οβελίσκος)]