Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οβελίας
1 εγγραφή
οβελίας ο [ovelías] Ο3 : (λόγ.) αρνί ψημένο στη σούβλα: Ο πατροπαράδοτος πασχαλινός ~.

[λόγ. < αρχ. ὀβελίας `ψωμί ψημένο στη σούβλα΄ από παρανόηση της σημ. του αρχ. ὀβελός `σούβλα για ψήσιμο κρέατος΄ (δες και στο οβελίσκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες