Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξ
808 εγγραφές [541 - 550]
ξεστήθωμα το [ksestíθoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεστηθώνω.

[ξεστηθώ(νω) -μα]

ξεστηθώνω [ksestiθóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) γυμνώνω το στήθος μου: Ξεστηθώθηκε και κάθισε στον ήλιο για να μαυρίσει.

[ξε- στήθ(ος) -ώνω]

ξεστήθωτος -η -ο [ksestíθotos] Ε5 : (οικ.) που έχει γυμνό στήθος, ξέστηθος.

[ξεστηθώ(νω) -τος]

ξεστολίζω [ksestolízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ, βγάζω τα στολίδια από κτ. ANT στολίζω: ~ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. || Γύρισα από το γάμο και ξεστολίστηκα, έβγαλα τα κοσμήματα και τα καλά μου ρούχα.

[ξε- στολίζω]

ξεστόλισμα το [ksestólizma] Ο49 : η ενέργεια του ξεστολίζω. ANT στόλισμα.

[ξεστολισ- (ξεστολίζω) -μα]

ξεστομίζω [ksestomízo] Ρ2.1α : λέω, βγάζω από το στόμα μου κτ. απαγορευμένο ή προσβλητικό: Πώς να τα ξεστομίσεις όλα αυτά; Ξεστόμισε μια φοβέρα / βλαστήμια. || τολμώ ή αποφασίζω να πω κτ.: Kανένας δεν ξεστόμιζε λέξη. Δεν πρόφτασα να ξεστομίσω τίποτα.

[ξε- στόμ(α) -ίζω]

ξεστράβωμα το [ksestrávoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεστραβώνω. ANT στράβωμα.

[ξεστραβώ(νω) -μα]

ξεστραβώνω [ksestravóno] -ομαι Ρ1 : ANT στραβώνω. 1. ισιώνω κτ. που είχε στραβώσει. 2. (μτφ., οικ.) α. μορφώνω κπ.: Διάβασε και κανένα βιβλίο να ξεστραβωθείς. Δουλειά σου, δάσκαλε, είναι να ξεστραβώνεις τα παιδιά. β. (παθ.) για κπ. που από απροσεξία ή από αδιαφορία δε βλέπει κτ.: Ξεστραβώσου και κοίτα τι γράφει εδώ.

[ξε- στραβώνω]

ξεστρατίζω [ksestratízo] Ρ2.1α μππ. ξεστρατισμένος : (οικ.) βγαίνω από το δρόμο μου, αλλάζω πορεία. || (μτφ.): Προσπάθησε να ξεστρατίσει την κουβέντα.

[μσν. ξεστρατίζω < ξε- στράτ(α) -ίζω]

ξεστράτισμα το [ksestrátizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεστρατίζω.

[ξεστρατισ- (ξεστρατίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 53 54 [55] 56 57 ...81   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες